Σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την πόλη της Σπάρτης, τη μεσαιωνική Λακεδαιμονία, υψώνεται λόφος (υψόμετρο 632μ.) αποκομμένος από τον κύριο όγκο της οροσειράς του Ταϋγέτου, φυσικά οχυρωμένος και απροσπέλαστος από τα νότια - νοτιοανατολικά. Στον τόπο αυτό αναδύεται μετά τα μέσα του 13ου αιώνα η καστροπολιτεία του Μυστρά, μέσα από τις ιστορικές συνθήκες που ακολουθούν την Δ΄ Σταυροφορία και την ίδρυση λατινικών κρατιδίων στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. 

Γρήγορα εξελίσσεται σε σημαντικό διοικητικό κέντρο, πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως, υπό τη διοίκηση μελών των αυτοκρατορικών οίκων Καντακουζηνών (1349-1383)) και Παλαιολόγων(1383-1460).

Σε άμεση σχέση με την Κωνσταντινούπολη, ταυτόχρονα στραμμένος και προς τη Δύση, ο Μυστράς ασκεί σημαίνουσα επιρροή στην πνευματική και πολιτισμική ζωή της αυτοκρατορίας και εξελίσσεται σταδιακά σε έναν από τους δυναμικότερους χώρους ανανέωσης της βυζαντινής ιδεολογίας και παράδοσης. 

Εντός του οχυρωμένου οικισμού δεσπόζει το Παλάτι – έδρα της διοίκησης, η Μητρόπολη – το εκκλησιαστικό κέντρο, οι εκκλησίες και τα οχυρωμένα μοναστήρια.Γύρω τους σε πυκνή δόμηση οι οικίες προσφέρουν πολύτιμη μαρτυρία για τη ζωή στη βυζαντινή πόλη.

Γενικά

Ο οικισμός του Μυστρά παρουσιάζει την τυπική τριμερή διάρθρωση των βυζαντινών οχυρωμένων οικισμών.Αρχικά ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος οικοδομεί το Κάστρο στην κορυφή του λόφου. Ακολουθεί η σταδιακή συγκέντρωση πληθυσμού στις πλαγιές του λόφου, ώστε τελικά να δημιουργηθεί ένας οχυρωμένος οικισμός, προστατευόμενος από δύο οχυρωματικούς περιβόλους. Ο εσωτερικός οριοθετεί την Άνω Χώρα, το τμήμα δηλαδή της πόλης που εκτείνεται από το κάστρο μέχρι το παλάτι των δεσποτών. Χαμηλότερα απλώνεται η μεγαλύτερη οικιστική ζώνη της Κάτω Χώρας που περικλείεται από τα εξωτερικά τείχη. Εκτός των τειχών, στην Έξω Χώρα, κατοικεί ο αγροτικός πληθυσμός.Ο οικισμός ακολουθεί κατά τα συνήθη στην ύστερη βυζαντινή εποχή, δυναμικό τρόπο ανάπτυξης, χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό. Οικοδομήματα ανεγείρονται ανάλογα με τις ανάγκες που προκύπτουν και στα δύο τμήματα του οικισμού, που αναπτύσσονται παράλληλα.Στην Άνω Χώρα το παλάτι των δεσποτών (παραπομπή) αποτελεί το διοικητικό κέντρο του δεσποτάτου του Μορέως. Η αυλή μπροστά από το συγκρότημα δεν είναι γνωστό τι χρήσεις φιλοξενούσε. Υψηλότερα βρίσκεται ο ναός του παλατιού, η Αγία Σοφία, ενώ σταδιακά οικοδομούνται οικίες.Στην Κάτω Χώρα βρίσκεται η έδρα της Μητρόπολης Λακεδαιμονίας, με τον αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο μητροπολιτικό ναό (παραπομπή). Εδώ ανεγείρονται και τα σημαντικότερα μοναστηριακά συγκροτήματα, αλλά και οικίες, εργαστήρια, συνιστώντας το πιο πυκνοδομημένο τμήμα της πόλης.Η εντός των τειχών περιοχή καταλαμβάνει 190 στρέμματα περίπου. Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία στις πηγές για τον αριθμό των κατοίκων εντός της τειχισμένης περιοχής, εκτιμάται ότι δεν θα ξεπερνούσαν τους 1.000-1.200 κατοίκους. 

Οδικό δίκτυο

Εντός του οχυρωμένου οικισμού του Μυστρά οι έντονες κλίσεις του εδάφους δημιουργούν δυσχέρειες στην επικοινωνία.Η κυκλοφορία εξυπηρετείται στην Κάτω Χώρα από έναν κύριο, λιθόστρωτο δρόμο, παράλληλο προς τα εξωτερικά τείχη, και από ανηφορικά καλντερίμια που τον ενώνουν με την Άνω Χώρα. Οι βασικοί αυτοί οδικοί άξονες συνδέουν επίσης τα δημόσια κτίρια της πόλης, το Παλάτι, τη Μητρόπολη, τις μονές. Από αυτούς τους δρόμους διακλαδώνεται πλήθος μικρότερων, που οδηγούν σε κτήρια και οικίες.Οι δρόμοι του Μυστρά διέρχονται συχνά κάτω από οικίες, αποκτώντας έτσι στεγασμένα θολοσκεπή τμήματα, τα διαβατικά, επιβεβλημένα από την έλλειψη χώρου εντός των τειχών και την πυκνή δόμηση. Για την κίνηση στα στενά, ελικοειδή καλντερίμια κοινή πρακτική συνιστούν και οι αποτετμημένες γωνίες στα κατώτερα τμήματα των κτιρίων, οι φαλτσογωνίες, που «διαπλατύνουν» τοπικά τον δρόμο. 

Οικίες

Οι οικίες του Μυστρά, που σώζονται σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση, αποτελούν εύγλωττη μαρτυρία για την ποιότητα της ζωής των κατοίκων του οικισμού.Διαθέτουν ισόγειο και έναν ή πιο σπάνια δύο ορόφους. Συχνά σε αυτόν τον αρχικό πυρήνα προστίθενται διαμερίσματα ή και μεγαλύτερες οικιστικές μονάδες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σύνθετων συγκροτημάτων.Το ισόγειο φιλοξενεί βοηθητικές χρήσεις, αποθήκευση, σταβλισμό ζώων, μαγείρεμα. Ο μεσόπατος, χαμηλός όροφος επάνω από το ισόγειο, όπου υπάρχει, καλύπτει ποικίλες ανάγκες. Στον όροφο διαμορφώνεται μία μεγάλη ενιαία αίθουσα, ο τρίκλινος, προορισμένη για το φαγητό, τη διημέρευση της οικογένειας και τον ύπνο. Δεν φέρει μόνιμα χωρίσματα, καθώς πιθανώς η δημιουργία επιμέρους χώρων γινόταν με απλά υλικά (κουρτίνες, ξύλινα χωρίσματα κ.λ.π.). Συχνά διαθέτει εστία και ερμάρια στους τοίχους, ενώ ενίοτε διαμορφώνεται και αποχωρητήριο. Πολλές φορές ο τρίκλινος διαθέτει εξώστη, ηλιακό, προς την κοιλάδα του Ευρώτα.Από τα πιο επιβλητικά σπίτια της καστροπολιτείας, στην Κάτω Χώρα είναι η οικία Φραγκόπουλου, στη διαδρομή από την Μονή Παντάνασσας προς την Περίβλεπτο, αλλά και η επονομαζόμενη οικία Λάσκαρη. 

Οχύρωση

Η οχύρωση συνιστά ζωτικό στοιχείο για την ασφάλεια της βυζαντινής πόλης. Στον Μυστρά, φυσικά οχυρή θέση, η αμυντική οργάνωση, με τις γραμμές των τειχών, τους πύργους και τις πύλες συνθέτουν ένα άρτιο σύνολο μεσαιωνικής φρουριακής αρχιτεκτονικής.Η διαμόρφωση του εδάφους στις βορειοδυτικές παρειές και στους πρόποδες του λόφου, που επιτρέπει την ακώλυτη διείσδυση των επιτιθέμενων, και η παράλληλη κατοίκηση της Άνω και της Κάτω Χώρας επέβαλαν την ανέγερση δύο οχυρωματικών περιβόλων σχεδόν αμέσως μετά την παράδοση του κάστρου στους Βυζαντινούς το 1262, σύμφωνα με την πρακτική της διπλής γραμμής άμυνας που εφαρμοζόταν συχνά στη βυζαντινή οχυρωματική. Αν και συνολικά η οχύρωση διατηρεί την αρχική πορεία της, καθώς και αυθεντικά κατασκευαστικά και μορφολογικά στοιχεία κατά τόπους, στο πέρασμα των χρόνων φαίνεται ότι δέχτηκε πολλές καταστροφές και ποικίλες επεμβάσεις.Τη βραχώδη κορυφή του λόφου καταλαμβάνει το κάστρο, το οποίο παρουσιάζει ακανόνιστη κάτοψη, με δύο σειρές τειχών. Η άνω ζώνη, το πλέον οχυρό τμήμα, βρίσκεται στα νοτιοδυτικό τμήμα της κορυφής. Κατά το δυτικό της άκρο απολήγει σε κυκλικό προμαχώνα, ενώ νοτιοανατολικά υψώνεται πύργος, με τετράπλευρη κάτοψη, στη βάση του οποίου διαμορφώνεται μεγάλων διαστάσεων υπόγεια δεξαμενή. Στην κάτω ζώνη των τειχών ,στο βορειοδυτικό άκρο, βρίσκεται η πύλη του κάστρου, ενώ νοτιοανατολικά σχηματίζεται κυκλικός πύργος.Τα τείχη της Άνω Χώρας ακολουθούν το φυσικό ανάγλυφο, αξιοποιώντας σε πολλά σημεία τους βραχώδεις σχηματισμούς. Η Άνω Χώρα ήταν προσβάσιμη μέσω δύο πυλών, της πύλης του Ναυπλίου, η οποία ανοίγεται στο βορειοδυτικό, εξωτερικό σκέλος των τειχών, πίσω από το παλάτι, καθώς και της πύλης της Μονεμβασίας, η οποία ανοίγεται στην εσωτερική γραμμή της οχύρωσης. Το συγκρότημα της πύλης του Ναυπλίου περιλαμβάνει δύο τετράγωνους πύργους εκατέρωθεν, καθώς και ισάριθμους κυκλικούς πύργους στα βόρεια και νοτιοδυτικά. Μπροστά από το συγκρότημα της πύλης του Ναυπλίου, στην οικοδόμηση του οποίου υιοθετούνται κωνσταντινουπολίτικες οικοδομικές πρακτικές, διαμορφώνεται προτείχισμα, ένας δεύτερος δηλαδή εξωτερικός οχυρωματικός περίβολος.Τα εξωτερικά τείχη της Κάτω Χώρας εκτείνονται στα βόρεια κατά μήκος του λόφου μέχρι τους κατακόρυφους βράχους όπου εδράζεται το συγκρότημα των Παλατιών. Στα νότια διακόπτονται στα σημεία όπου ο κατακόρυφος γκρεμός που σχηματίζεται, καθιστά την καστροπολιτεία απροσπέλαστη. Άγνωστη παραμένει η ακριβής θέση όπου ανοιγόταν η κεντρική πύλη του οικισμού της Κάτω Χώρας. Η σημερινή, λεγόμενη Κάτω Πύλη του Μυστρά έχει προκύψει από μεταγενέστερη επέμβαση στο ισόγειο του μεγάλου διώροφου πύργου που υψώνεται επάνω από αυτή. Τρεις ακόμα πύλες που εντοπίζονται στα τείχη, φαίνεται ότι είχαν δευτερεύουσα χρήση.Για την ενίσχυση των τειχών, κατά διαστήματα υψώνονται πύργοι, κυκλικοί, τετράγωνοι ή τριγωνικοί. Στα τείχη ανοίγεται περιορισμένος αριθμός πυλών. Στενός διάδρομος, κατά μήκος των επάλξεων, ο περίδρομος, εξασφαλίζει την ελεύθερη κίνηση των στρατιωτών.Εντός της καστροπολιτείας η Μονή του Βροντοχίου, η Μονή της Παντάνασσας και η Μονή της Περιβλέπτου περιβάλλονται από τείχη, είτε ανεξάρτητα από την οχύρωση της πόλης, είτε εφαπτόμενα και ταυτιζόμενα με αυτήν. Ιδιαίτερο περίβολο διαθέτει, επιπλέον, το συγκρότημα της Μητρόπολης, ο ναός της Ευαγγελίστριας και η Αγία Σοφία. 

Ύδρευση - Αποχεύτεση

Για την εξασφάλιση του αναγκαίου πόσιμου νερού εντός της τειχισμένης πόλης του Μυστρά χρησιμοποιούνται, με τη βοήθεια τεχνικών έργων, οι φυσικές πηγές στη γύρω περιοχή, καθώς και το νερό της βροχής.Τμήμα υδραγωγείου που διατηρείται έξω από τα τείχη της Άνω Χώρας έφερνε νερό εντός της πόλης. Δεξαμενές, κινστέρνες, δημόσιες και ιδιωτικές, αποτελούν ζωτικής σημασίας στοιχείο της καστροπολιτείας. Η κινστέρνα της Αγίας Σοφίας είναι από τις μεγαλύτερες του Μυστρά, ενώ δημόσιες δεξαμενές βρίσκονται και στο κάστρο, για λόγους ασφαλείας. Στις ιδιωτικές κινστέρνες, στα υπόγεια των οικιών, συγκεντρώνονται τα νερά της βροχής μέσα από σύστημα αγωγών που ξεκινούν από τις στέγες. Πήλινοι αγωγοί, τμήματα των οποίων διακρίνονται σήμερα στους λιθόστρωτους δρόμους, ανήκουν στο δίκτυο ύδρευσης της πόλης, η ακριβής έκταση και διαδρομή του οποίου απαιτεί ανασκαφική διερεύνηση.Δημόσιες κρήνες επισημαίνονται σε κεντρικά λιθόστρωτα του οικισμού. Ευάριθμες χρονολογούνται στη βυζαντινή περίοδο (κρήνες στην Αγία Σοφία και στην πλατεία του παλατιού των δεσποτών), ενώ οι καλύτερα σωζόμενες ανάγονται στα μετά την Άλωση χρόνια (κρήνη στο συγκρότημα της Μητρόπολης και στο πλάτωμα της Κάτω Χώρας).Σε ευάριθμες μυστριώτικες οικίες και στο συγκρότημα του παλατιού αναγνωρίζονται νεροχύτες – νιπτήρες, μαρτυρώντας την οικονομική άνεση και το υψηλό επίπεδο υγιεινής των κατοίκων. Αποτελούν κόγχες που ανοίγονται στο πάχος των τοίχων, με οπή στον πυθμένα τους.Αποχωρητήρια συναντάμε σε αρκετές οικίες του Μυστρά. Κατασκευάζονται σε μυχό του τρικλίνου και μοιάζουν με τις επονομαζόμενες σήμερα «τούρκικες» τουαλέτες.Οπές αποστράγγισης στη βάση τοίχων διευκολύνουν τον καθαρισμό των δαπέδων. Αν και δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα κάποιος βόθρος, είναι βέβαιο ότι για την αποχέτευση των οικιακών λυμάτων θα υπήρχε δίκτυο αγωγών. Στις οικίες παρατηρείται συνήθως μεμονωμένη αντιμετώπιση, κάποιες οικίες διαθέτουν τον δικό τους βόθρο, ενώ σε άλλες τα λύματα διοχετεύονται ελεύθερα.