Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit, sed do eiusmod tempor incididunt ut labore et dolore magna aliqua. Ut enim ad minim veniam, quis nostrud exercitation ullamco laboris nisi ut aliquip ex ea commodo consequat. Duis aute irure dolor in reprehenderit in voluptate velit esse cillum dolore eu fugiat nulla pariatur. Excepteur sint occaecat cupidatat non proident, sunt in culpa qui officia deserunt mollit anim id est laborum.

Μητροπολιτικό συγκρότημα του Αγίου Δημητρίου

Το κτηριακό συγκρότημα της Μητρόπολης συνιστά το πιο προβεβλημένο μνημειακό σύνολο του Αρχαιολογικού Χώρου του Μυστρά με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα.Βρίσκεται στην Κάτω Χώρα της καστροπολιτείας, δίπλα στο κεντρικό λιθόστρωτο. Αποτελείται από τον μητροπολιτικό ναό και τα βοηθητικά κτήρια της Μητρόπολης.Ο μητροπολιτικός ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο, προστάτη άγιο της παλαιολόγειας δυναστείας, οικοδομείται στο β΄ μισό του 13ου αιώνα ως τρίκλιτη βασιλική. Στο α΄ μισό του 15ου αιώνα ο ναός μετασκευάζεται με την προσθήκη υπερώων, σύμφωνα με τον λεγόμενο «τύπο του Μυστρά», που είχε εφαρμοστεί για πρώτη φορά στον ναό της Οδηγήτριας (Αφεντικό) (παραπομπή).Οι σημαντικές τοιχογραφίες της Μητρόπολης χαρακτηρίζονται από πολυμορφία καλλιτεχνικών τάσεων, που οφείλεται στις διαφορετικές χρονικές περιόδους και στα διαφορετικά εκφραστικά μέσα των ζωγράφων που τις δημιούργησαν (1270-1285, α΄ τέταρτο 14ου αι., 17ος–18ος αι.).Μέσα από τα επιγραφικά τεκμήρια που διατηρούνται στον ναό (εγχάρακτες επιγραφές στους κίονες, γραπτές επιγραφές) παρουσιάζεται με ενάργεια η ιστορία της Μητρόπολης Λακεδαιμονίας.Τα βοηθητικά κτήρια της Μητρόπολης αναπτύσσονται σε σχήμα Π γύρω από το βόρειο αίθριο του ναού του Αγίου Δημητρίου και στη σημερινή τους μορφή ανάγονται στους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Συγκεκριμένα, στα μέσα του 18ου αι. οικοδομήθηκε η διώροφη πτέρυγα του μητροπολιτικού μεγάρου στη δυτική πλευρά του βόρειου αιθρίου που παρουσιάζει σε κάτοψη σχήμα Γ. Σήμερα στον όροφο της εν λόγω πτέρυγας στεγάζεται το Μουσείο του Μυστρά (παραπομπή) και στο ισόγειο βρίσκεται αίθουσα περιοδικών εκθέσεων. και αποθήκη αρχαιολογικού υλικού. Δυτικότερα βρίσκεται ανεξάρτητο τετράγωνης κάτοψης κτήριο. Στους νεώτερους χρόνους ανάγεται η οικοδόμησης της διώροφης ανατολικής πτέρυγας. 

Μονή Βροντοχίου

Η Μονή Βροντοχίου είναι το πρώτο μοναστηριακό συγκρότημα που ιδρύεται εντός των τειχών της καστροπολιτείας του Μυζηθρά, στο βορειοανατολικό άκρο της Κάτω Χώρας. Αποτελεί το πλουσιότερο και ισχυρότερο μοναστικό καθίδρυμα του οικισμού.Η ανέγερση του πρώτου καθολικού, των Αγίων Θεοδώρων, τοποθετείται λίγο πριν το 1296 και αποδίδεται στους μοναχούς Δανιήλ και Παχώμιο. Οι δύο κτήτορες αναφέρονται σε εγχάρακτη έμμετρη επιγραφή ανάγλυφου επιστυλίου τέμπλου, το οποίο ανήκει στη συλλογή γλυπτών του Αρχαιολογικού Χώρου του Μυστρά (αρ. ευρ. 1211). Η μνεία του Παχωμίου ως καθηγουμένου τῆς πανσέπτου μονῆς τῶν ἁγίων καὶ θαυματουργῶν Θεοδώρων τοῦ Βροντοχίου σε πηγές αποτελεί μαρτυρία για την ολοκλήρωση του καθολικού πριν το 1296.Το μνημείο ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπου του απλού οκταγωνικού ναού, με ιδιαίτερα μεγάλο και επιβλητικό τρούλλο. Τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα διαμορφώνονται σε ισάριθμα αυτόνομα παρεκκλήσια. Ο διώροφος αρχικά νάρθηκας στα δυτικά και τα πυργόσχημα παρεκκλήσια στη βόρεια και τη νότια πλευρά του αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες. Εντυπωσιακός είναι ο διάκοσμος της ανατολικής όψης του μνημείου με πέντε οριζόντιες ζώνες όπου εναλλάσσονται η απλή λιθοδομή σήμερα και το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας.Από τις τοιχογραφίες, σύγχρονες με την ανέγερση του ναού, διατηρούνται ευάριθμα δείγματα, που μαρτυρούν επιρροές από την τέχνη του καθεδρικού ναού του Αγίου Δημητρίου, χωρίς ωστόσο να τις ανταγωνίζονται ποιοτικά.Μετά την ανέγερση του νέου καθολικού αφιερωμένου στη Θεοτόκο Οδηγήτρια η εκκλησία αποκτά κοιμητηριακό χαρακτήρα, όπως μαρτυρά το ταφικό συγκρότημα στη δυτική όψη του και οι ταφές που έχουν αποκαλυφθεί περιμετρικά του μνημείου κατά τη διάρκεια ανασκαφικών διερευνήσεων.Η ανέγερση του ναού της Θεοτόκου τῆς Ὁδηγητρίας από τον ηγούμενο Παχώμιο, σύμφωνα με σχετικές πηγές, ανάγεται μεταξύ των ετών 1303 και 1309. Η ίδρυση του νέου καθολικού έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της αφιέρωσης του μοναστηριού, το οποίο απαντά στο εξής στις πηγές ως μονή της ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὁδηγητρίας τοῦ Βροντοχίου . Η αφιέρωση στη Θεοτόκο την Οδηγήτρια, προστάτιδα της Βασιλεύουσας, καθιστά φανερή την επιδίωξη να συνδεθεί η πολιτεία του Μυζηθρά, πρωτεύουσα της νεοπαγούς επαρχίας της Πελοποννήσου, με τη Βασιλεύουσα, αλλά και με την αυτοκρατορική εξουσία των Παλαιολόγων.Στον ναό της Οδηγήτριας εφαρμόζεται για πρώτη φορά ο αρχιτεκτονικός τύπος που ονομάζεται «μεικτός τύπος» ή «τύπος του Μυστρά». Συνδυάζει τη διάταξη της δρομικής τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα στο ισόγειο και του τετράστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού στον όροφο, όπου διαμορφώνεται υπερώο με πεντάτρουλλη κάλυψη. Σύγχρονα του ναού είναι τα δύο πυργοειδή παρεκκλήσια (των «χρυσοβούλλων» και του «Παχωμίου») εκατέρωθεν του νάρθηκα και οι στοές που αρχικά περιέβαλλαν το μνημείο στις ελεύθερες όψεις του (δυτικά, βόρεια και νότια). Σε μεταγενέστερη φάση, μέσα στον 14ο αιώνα, προστίθενται το βορειοανατολικό και το νοτιοανατολικό παρεκκλήσι, ενώ ανάλογη χρήση και ταφικός χαρακτήρας δίδονται στη νότια στοά μετά τη σφράγιση των τοξωτών ανοιγμάτων της. Τέλος στη νοτιοδυτική γωνία του ναού υψώνεται κωδωνοστάσιο. Τα τυπολογικά, κατασκευαστικά και μορφολογικά στοιχεία του μνημείου μαρτυρούν την επιρροή της αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης και υποδηλώνουν την απασχόληση τεχνιτών από την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κατά την οικοδόμησή του.Εσωτερικά οι πλευρικοί τοίχοι και τα μέτωπα των τοξοστοιχιών του ναού, καθώς και οι κάθετες επιφάνειες του νάρθηκα καλύπτονταν σε όλο τους σχεδόν το ύψος με μαρμάρινη επένδυση (ορθομαρμάρωση), αντικατοπτρίζοντας τον πλούτο και τη διάθεση για πολυτέλεια. Στη ζώνη αυτή κατά διαστήματα διαμορφώνονταν τοξωτά πλαίσια τα οποία περιέκλειαν τοιχογραφημένες μορφές όρθιων ολόσωμων αγίων.Ο εξαιρετικής τέχνης γραπτός διάκοσμος της Οδηγήτριας σχεδόν στο σύνολό του χρονολογείται στη β΄ δεκαετία και τις αρχές της γ΄ δεκαετίας του 14ου αιώνα (ο διάκοσμος της νότιας στοάς και του ΝΑ παρεκκλησίου χρονολογούνται στα 1366). Πρόκειται για ένα από τα αξιολογότερα ζωγραφικά σύνολα της παλαιολόγειας περιόδου. Τα τεχνοτροπικά και εικονογραφικά πρότυπά του πρέπει να αναζητηθούν στις νέες ζωγραφικές τάσεις που εμφανίζονται την ίδια εποχή στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, από όπου φαίνεται ότι είχαν κληθεί τα ζωγραφικά συνεργεία που εργάστηκαν στον ναό.Ο ναός της Οδηγήτριας με τον πρωτότυπο αρχιτεκτονικό τύπο του, τον πολυτελή μαρμάρινο διάκοσμο που αρχικά έφερε και τις εξαίρετης τέχνης τοιχογραφίες που τον κοσμούν μαρτυρά την άμεση επίδραση της κωνσταντινουπολίτικης τέχνης και τις στενές σχέσεις του κτήτορά της με την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Το 1407 στο βορειοδυτικό παρεκκλήσι της Οδηγήτριας θα ταφεί ο δεσπότης Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος. Λίγο πριν το θάνατό του ο ηγεμόνας αποσύρεται βαριά άρρωστος στην μονή Βροντοχίου, όπου περιβάλλεται το μοναχικό σχήμα και λαμβάνει το όνομα Θεοδώρητος. Η λαϊκή ονομασία «Αφεντικό» που φέρει μέχρι σήμερα ο ναός θεωρείται ότι προέρχεται από την ύπαρξη του τάφου και του πορτραίτου του δεσπότη Θεόδωρου Α΄ στο βορειοδυτικό παρεκκλήσι. Η εκκλησία εντυπώνεται στη μνήμη των κατοίκων ως χώρος που ετάφη ο «αυθέντης» (αφέντης) του Μοριά και στο εξής λαμβάνει την ονομασία «Αφεντικό».Από τα κτήρια που εξυπηρετούσαν τις ποικίλες ανάγκες του μοναστηριού, το καλύτερα διατηρημένο είναι το μνημειακό συγκρότημα της τράπεζας και του μαγειρείου στα νοτιοδυτικά του καθολικού της Οδηγήτριας και σε υψηλότερο από αυτό επίπεδο. Περιμετρικά του καθολικού και του συγκροτήματος της τράπεζας είχαν κατασκευαστεί τα κελιά των μοναχών και κτήρια για τις λοιπές λειτουργίες της μονής, η κατάσταση διατήρησης των οποίων δεν επιτρέπει την ακριβή ταύτισή τους. 

Μονή Περιβλέπτου

Η Περίβλεπτος, καθολικό μονής αφιερωμένης στην Παναγία, κτίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα πιθανότατα από τον πρώτο δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνό και τη σύζυγό του Ισαβέλλα de Lusignan. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Κάτω Χώρας, εντός περιβόλου, με ακανόνιστο σχήμα και έντονες υψομετρικές διαφορές.Ο ναός, προσκολλημένος σε σπηλαιώδη βράχο, ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του δίστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Ο σημερινός πλάγιος νάρθηκας αποτελεί μετασκευή της στοάς που προϋπήρχε στη θέση αυτή. Το μεγαλύτερο τμήμα του ναού έχει κτιστεί κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, ενώ εντοιχισμένα ανάγλυφα και πινάκια κοσμούσαν αρχικά τα τύμπανα των κεραιών του σταυρού και το ανατολικό τύμπανο, αντίστοιχα. Από το αρχικό μαρμάρινο δάπεδο σώζονται ελάχιστα τμήματα.Ο πλάγιος νάρθηκας στη νότια πλευρά του ναού, το σπηλαιώδες παρεκκλήσι της αγίας Αικατερίνης στη δυτική και τα δύο συνεχόμενα παρεκκλήσια στην ανατολική, αφιερωμένα στον Άγιο Παντελεήμονα και την Αγία Παρασκευή, αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες.Από τον γλυπτό διάκοσμο του ναού σώζεται ο κοσμήτης του τέμπλου στο διακονικό, το τοξωτό προσκυνητάρι στον νότιο πεσσό, που πιθανότατα αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, καθώς και ανάγλυφα επίκρανα στον βόρειο πεσσό και στις παραστάδες, κοσμημένα με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα. Από το τέμπλο προέρχονται πιθανότατα και τα τρία τμήματα του επιστυλίου που σήμερα βρίσκονται στο δάπεδο του Ιερού Βήματος.Ο γραπτός διάκοσμος του ναού (γ΄ τέταρτο 14ου αι.) διακρίνονται για τα προσεκτικά δουλεμένα χρώματα και τις κομψές, γεμάτες ευγένεια και ρυθμό μορφές. Το εικονογραφικό πρόγραμμα, του γ΄ τέταρτου του 14ου αιώνα, που αναπτύσσεται σε όλες τις επιφάνειες του κυρίως ναού και του Ιερού, αν και αποτελεί έργο τεσσάρων ζωγράφων, χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη ενότητα και υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα. Τα χαρακτηριστικά αυτά καθιστούν τις τοιχογραφίες στην Περίβλεπτο ως ένα από τα σπουδαιότερα ζωγραφικά σύνολα της υστεροβυζαντινής ζωγραφικής, καθώς, μάλιστα, δεν σώζονται ανάλογα σύνολα σε μνημεία της ίδιας εποχής στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη.Στο νοτιοανατολικό άκρο του περιβόλου σώζεται ο πύργος της Μονής. Ιδιαίτερο μορφολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανατολική του όψη, όπου συνυπάρχουν βυζαντινά και δυτικά στοιχεία, που το συνδέουν με το κωδωνοστάσιο της Παντάνασσας (παραπομπή). 

Αγία Σοφία

Ο ναός αποτελούσε καθολικό μονής που ίδρυσε μεταξύ των ετών 1350-1365 ο δεσπότης Μανουήλ Καντακουζηνός. Στη βιβλιογραφία έχει προταθεί η ταύτιση με τη γνωστή από τις πηγές Μονή του Ζωοδότη Χριστού, χώρο ταφής βασιλισσών του Μυστρά και μελών της δεσποτικής οικογένειας. Μάλιστα, σε τάφο της βόρειας στοάς αποκαλύφθηκε ανασκαφικά ταφή νεαρής κοπέλας με ενδυματολογικό σύνολο που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Μυστρά (παραπομπή στο Μουσείο). Η Αγία Σοφία ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό τύπο του δικιόνιου σταυροειδή εγγεγραμμένου με τρεις τρίπλευρές αψίδες στα ανατολικά. Στοές, κωδωνοστάσιο και παρεκκλήσια αναπτύσσονται περιμετρικά του ναού.Στα μαρμάρινο τέμπλο του ναού έχουν επαναχρησιμοποιηθεί παλαιότερα, μεσοβυζαντινά, γλυπτά, τα οποία λαξεύτηκαν εκ νέου, ενώ στα επίκρανα των παραστάδων και τα επιθήματα των κιόνων διατηρούνται μονογράμματα του κτήτορα Μανουήλ και σύμβολα του αυτοκρατορικού οίκου των Παλαιολόγων. Από το αρχικό μαρμάρινο δάπεδο, διατηρείται σήμερα το κεντρικό διάχωρο με το κόσμημα των «πέντε άρτων» (πενταόμφαλο).Ο γραπτός διάκοσμος του ναού, σύγχρονος με την οικοδόμησή του, περιλαμβάνει μνημειώδη παράσταση του ένθρονου Χριστού στην κόγχη του ιερού Βήματος. Οι παραστάσεις που κοσμούν τις υπόλοιπες επιφάνειες, σε διάταξη ανάλογη του ναού της Περιβλέπτου, σώζονται αποσπασματικά.Το βορειοανατολικό παρεκκλήσιο είναι ταφικό, όπως μαρτυρούν και οι τοιχογραφίες του, σύγχρονες με τους κυρίως ναού. Το νοτιοανατολικό παρεκκλήσιο έχει συνδεθεί με την Ισαβέλλα ντε Λουζινιάν, σύζυγο του δεσπότη Μανουήλ, και οι τοιχογραφίες του αποδίδονται στο ίδιο εργαστήριο ζωγράφων που διακόσμησε την Περίβλεπτο. Περιμετρικά του ναού της Αγίας Σοφίας, η τράπεζα βορειοδυτικά, δεύτερη τράπεζα στα νότια, δεξαμενή, κρήνη, πτέρυγες κελιών, πύλη στα νοτιοδυτικά συνθέτουν το μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα παρά τα τείχη. Κατά την περίοδο της Α΄Οθωμανικής κυριαρχίας (1460-1687) ο ναός της Αγίας Σοφίας μετατράπηκε σε τζαμί.

Μονή Παντάνασσας

Η Μονή της Παντάνασσας δεσπόζει στον λόφο του Μυστρά, ευρισκόμενη εντός τετράγωνου περιβόλου. Μάλιστα, το τείχος της Άνω Χώρας συναντά και ταυτίζεται με τη δυτική πλευρά του μοναστηριακού περιβόλου. Η έκταση που περικλείεται εντός των τειχών παρουσιάζει έντονη κατωφέρεια προς τα βορειοανατολικά, όπου βρίσκονται το καθολικό αλλά και τα περισσότερα μοναστηριακά κτίσματα.Το καθολικό έχει οικοδομηθεί σε άνδηρο, υψηλότερα από τον αύλειο χώρο της μονής. Ακολουθεί τον επονομαζόμενο «μεικτό τύπο» ή «τύπο του Μυστρά», που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στον ναό της Οδηγήτριας της Μονής Βροντοχίου (παραπομπή σε Μονή Βροντοχίου) και συνδυάζει τη διάταξη της δρομικής τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα στο ισόγειο και του τετράστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού στον όροφο, όπου διαμορφώνεται υπερώο με πεντάτρουλλη κάλυψη. Η πλούσια διάρθρωση και διάπλαση του ναού κορυφώνεται στην ανατολική όψη, όπου δυτικά – γοτθικά μορφολογικά στοιχεία συνδυάζονται με βυζαντινές μορφές. Ο ναός διαθέτει μαρμάρινο δάπεδο, με ποικιλία μαρμάρων και μαρμαροθετήματα. Τα περισσότερα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως κίονες, κιονόκρανα, προέρχονται από παλαιότερα οικοδομήματα και έχουν επαναχρησιμοποιηθεί, ενώ ορισμένα μέλη λαξεύθηκαν ειδικά για τον ναό.Στοές περιέβαλλαν το μνημείο δυτικά και βόρεια. Τετραώροφος πύργος κωδωνοστασίου υψώνεται στη βορειοδυτική γωνία, συνιστώντας το εντυπωσιακότερο πρόσκτισμα του καθολικού, που υιοθετεί γοτθικό μορφολογικό ύφος.Πρόσφατα η οικοδομική ιστορία του μνημείου μελετήθηκε συστηματικά, οπότε και αναγνωρίστηκαν τρεις διακριτές κατασκευαστικές φάσεις. Ο πρωτοστράτωρ και καθολικός μεσάζων Ιωάννης Φραγγόπουλος που παραδίδεται σε επιγραφές του ναού, συνδέθηκε με την τελευταία, τρίτη, μετασκευή. Στον νάρθηκα  υπάρχουν τρεις τάφοι, σε αυτόν του νότιου τοίχου έχει ταφεί ο άρχοντας Μανουήλ Λάσκαρης Χατζίκης, η απεικόνιση του οποίου κοσμεί το τύμπανο του αρκοσολίου που σχηματίζεται.Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του μνημείου ανάγεται σε τέσσερις διαφορετικές χρονικές περιόδους (περίπου 1430, 1444/5, 17ος αι. και 18ος αι.). Οι αρχικές τοιχογραφίες του 15ου αι., που συνδέονται με τον Ιωάννη Φραγγόπουλο, σώζονται στην κόγχη και στην καμάρα του ιερού Βήματος και στα υπερώα. Πρόκειται για ζωγραφικό σύνολο υψηλής ποιότητας, που αντιπροσωπεύει εικονογραφικές και τεχνοτροπικές τάσεις της μητροπολιτικής τέχνης, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο καλλιτεχνικό κέντρο του Μυστρά, λίγο πριν τη δύση του βυζαντινού πολιτισμού. Η έντονη εκλεκτική διάθεση, η δραματική απόδοση των μορφών, ο χειρισμός του φωτός και του χρώματος, η ρεαλιστική απεικόνιση του τοπίου αναδεικνύουν τη μοναδικότητα της ζωγραφικής της Παντάνασσας.Τα μοναστηριακά κτίσματα, κελιά και βοηθητικοί χώροι, λόγω έλλειψης χώρου, διατάσσονται σε μία ενιαία πτέρυγα στη βόρεια πλευρά της επιμήκους αυλής που διαμορφώνεται σε χαμηλότερη στάθμη από το καθολικό.Κατά την Τουρκοκρατία η Μονή συνεχίζει τη λειτουργία της και εγκαταλείπεται κατά το Ορλωφικά το 1770. Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα στη Μονή διαβεί γυναικεία μοναστική κοινότητα. 

Ευαγγελίστρια

Ο μικρός κομψός ναός της Ευαγγελίστριας βρίσκεται στην Κάτω Χώρα του Μυστρά, πλησίον του συγκροτήματος της Μητρόπολης (παραπομπή), εντός περιβόλου με πύλη στην ανατολική πλευρά του. Ο κτήτορας του ναού δεν παραδίδεται σε γραπτές πηγές.Ο ναός, στον τύπο του δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου, με διώροφο νάρθηκα και στοά στα νότια, ανεγείρεται στα τέλη του 14ου – αρχές 15ου αιώνα, πιθανότατα ως κοιμητηριακός, όπως μαρτυρούν τα ταφικά προσκτίσματα στα νότια και τα δυτικά.Ο ναός έχει οικοδομηθεί με απλή λιθοδομή και μόνο ο τρούλος, η ανατολική πλευρά και οι αετωματικές επιφάνειες των σταυρικών σκελών εξαίρονται με επιμελέστερη πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία και κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Ο πλούσιος γλυπτός διάκοσμος (μαρμάρινα θυρώματα, τέμπλο, γείσα, κιονόκρανα, επίκρανα και επιθήματα), σύγχρονος με την ανέγερση του ναού, συνδυάζει δυτικότροπα και βυζαντινά στοιχεία και αποδίδεται σε τοπικό εργαστήριο.Στον ζωγραφικό διάκοσμο του ναού διακρίνεται η αρχική φάση ιστόρησης στα τέλη του 14ου/αρχές του 15ου αι., καθώς και δύο ακόμη οψιμότερες φάσεις, της Τουρκοκρατίας και των τελών του 19ου αι. Στον τρούλο και το ιερό βήμα, όπου οι βυζαντινές τοιχογραφίες διατηρούνται καλύτερα, διαφαίνεται η προσπάθεια του ζωγράφου να προσαρμόσει στις διαθέσιμες επιφάνειες εικονογραφικά θέματα γνωστά από τους ναούς της Οδηγήτριας (παραπομπή) και της Περιβλέπτου (παραπομπή). 

Άγιος Νικόλαος

Πρόκειται για το σημαντικότερο εκκλησιαστικό οικοδόμημα του μεταβυζαντινού Μυστρά που ιδρύεται σε ευπρόβλητο σημείο στην περιοχή του Παλατιού στη διάρκεια της Β΄ Ενετοκρατίας (1687-1715), προβάλλοντας με σαφήνεια την παρουσία της χριστιανικής κοινότητας του Μυστρά.Ο σύνθετος τετράστυλος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, με τρεις προεξέχουσες αψίδες ανατολικά και ευρύχωρη διώροφη λιτή δυτικά, παρουσιάζει επιμήκεις αναλογίες. Στη διαμόρφωση των όψεων του ναού συνδυάζονται τυπικά στοιχεία της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής έκφρασης με μεμονωμένες ισλαμικές επιρροές και περιορισμένα δυτικά μορφολογικά δάνεια. Ιδιαίτερα εξαίρεται η ανατολική πλευρά, με πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία, τυφλά αψιδώματα, πλίνθινο διάκοσμο, αλλά και ένθετες ανάγλυφες πλάκες.Στο εσωτερικό διατηρούνται αποσπασματικά τοιχογραφίες του 18ου αιώνα που προδίδουν τις φιλόδοξες προθέσεις των ιδρυτών του μνημείου.